KΩΔΙΚΟΣ "ΟΡΓΟΝΗ"

"Ήθελα να σκοτώσω έναν μοναχό, γι' αυτό και έγραψα "ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ".
UMBERTO ECO

Το σύνθημα κάποιου εκδοτικού οίκου -καθ' όλα άξιου βέβαια- είναι το "δημιουργούμε αναγνώστες".
Η ομάδα της Οργόνης φιλοδοξεί -και το κάνει ήδη- να "δημιουργήσει δημιουργούς"΄ σε όποιον τομέα της τέχνης -όπως κι αν ορίζεται η τέχνη- κι αν δραστηριοποιούνται. Ή δραστηριοποιηθούν στο μέλλον.
Επιθυμεί διακαώς να προβάλει το έργο τους σε ένα κοινό που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα γινόταν κοινωνός του.
Η ομάδα της Οργόνης είναι αυθόρμητη, άυλη και άφθαρτη. Δεν προβαίνει σε δημόσιες σχέσεις. Ούτε σε άσκοπες επιτηδεύσεις. Ούτε σε εκπτώσεις του είναι της.
Η "Οργόνη" είναι η αδυσώπητη, η αδίστακτη, η απόλυτη εκδίκηση του καινούριου.

Την ευαγγελιζόμαστε.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

ΜΑΥΡΟΔΑΦΝΗ ΠΑΤΡΩΝ

O Dave κατέβασε μια γερή γουλιά μαυροδάφνη, τράβηξε μια ρουφηξιά από τα Benson & Hedges του κι έκλεισε για λίγο τα μάτια. Ήταν μόνος του στο καμαρίνι· μπορούσε λοιπόν να χαλαρώσει και να απολαύσει τις τελευταίες στιγμές πριν από τη συναυλία που θα άρχιζε σε λίγο. Η βοή του κόσμου έφτανε ξεκάθαρα ως εδώ. Ακούγονταν χειροκροτήματα, σφυρίγματα, μερικές μεμονωμένες κραυγές γυναικών, που αδημονούσαν. Προσπάθησε να ξεχωρίσει μια ιδιαίτερη φωνή ανάμεσα στις άλλες, αυτό ήταν ένα από τα αγαπημένα του παιχνίδια, επικέντρωνε την προσοχή του στις φωνές λίγο πριν τη συναυλία, ξεχώριζε μια-δυο, προσπαθούσε έπειτα, όταν ήταν πάνω στη σκηνή να τους δώσει πρόσωπα – αυτό κατά κάποιο τρόπο κρατούσε στη θέση του και το μυαλό του, τον βοηθούσε να συγκεντρώνεται όταν τραγουδούσε, να μη χάνεται στους εσωτερικούς του λαβυρίνθους, να μη τα χάνει. Να λοιπόν μια φωνή, μια γυναικεία φωνή, βραχνή ήδη από τις κραυγές, φώναζε το όνομά του.
Να και μια άλλη, αγορίστικη αυτή, μάλλον εφηβική, το αγόρι έλεγε κάτι στη γλώσσα της χώρας που ο Dave δε καταλάβαινε, κάτι στα ελληνικά.
Το club ήταν γεμάτο, η συναυλία ήταν για άλλη μια φορά sold out. O Dave άνοιξε τα μάτια του κι επιθεώρησε τον εαυτό του στον ολόσωμο καθρέφτη. Ντυμένος στα μαύρα, αδύνατος, ωχρός, με μαλλιά ξανθά και ατίθασα και καταγάλανα μάτια, έμοιαζε με άγγελο. Του την έδινε βέβαια πολύ όταν τον παρομοίαζαν με τέτοιο και γι’ αυτό έκανε μονίμως ότι μπορούσε για να πείσει ότι ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ένας διάολος, ένας αλήτης, ένα γαμημένο κωλόπαιδο. Το έντονο μαύρο μολύβι κάτω από τα βλέφαρά του σκλήραινε το γλυκό του βλέμμα, τα σκουλαρίκια στο φρύδι και το πηγούνι αγρίευαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, το τατουάζ με το δράκο που εκτόξευε φωτιές θρυμμάτιζε την ομορφιά του κορμιού του.
Το βλέμμα του πλανήθηκε στο καμαρίνι. Ήταν σχεδόν άδειο, μονάχα δυο-τρεις ανθοδέσμες από τον ατζέντη του, τον πρόεδρο του fan-club του και τον υπεύθυνο της διοργανώτριας εταιρίας έδιναν μια πολύχρωμη νότα στον κατά τ’ άλλα αδιάφορο χώρο. Πάνω στο τραπεζάκι που τελούσε χρέη μπουντουάρ ήταν αραδιασμένα αυτόγραφα, καλλυντικά, σκόρπια τσιγάρα. Και το τελευταίο τεύχος του ελληνικού περιοδικού ‘’Rock life’’, που αναδημοσίευε το άρθρο του αντίστοιχου βρετανικού, με αφορμή τη συναυλία των Planet Alice στην Αθήνα. Ο Dave δέσποζε στο εξώφυλλο, ανάμεσα στον Robert, τον Steve και τον Joe, που διακριτικά στέκονταν ένα βήμα πιο πίσω, σχηματίζοντας με τα κορμιά τους γύρω του έναν ιδεατό κύκλο προστασίας. Στο εσωτερικό του περιοδικού ο κιθαρίστας, ο μπασίστας και ο ντράμερ του συγκροτήματος δεν εμφανίζονταν πια καθόλου. Όλες οι φωτογραφίες απεικόνιζαν τον Dave, τον χαρισματικό frontman, σε πόζες που αναδείκνυαν το αλήτικο και επιθετικό του ύφος. Στη μια ήταν ημίγυμνος, με τα χέρια ανοιχτά στο πλάϊ σαν Εσταυρωμένος, ο δράκος άπλωνε την ουρά του στο δεξί του μπράτσο, τέντωνε το φολιδωτό κορμί του στο στέρνο του και ξέρναγε φλόγες στο αριστερό του. Στην άλλη, κρατούσε στο ένα του χέρι ένα τσιγάρο έχοντας το άλλο χωμένο στο ανοιχτό του τζιν, αγγίζοντας με θράσος τα γεννητικά του όργανα. Και σε μια τρίτη, έφτυνε στον αέρα : το σάλιο του διακρινόταν καθαρά στη φωτογραφία, μια πηχτή λευκή αστραπή που εκσφενδονιζόταν αναιδώς από το στόμα του. Ήταν περήφανος γι’ αυτές τις φωτογραφίες ο Dave. Ήταν απόλυτα αντιπροσωπευτικές αυτού που ήταν, αυτού για το οποίο τόσα χρόνια είχε αγωνιστεί, αυτού που πρέσβευε το τελευταίο album των Planet Alice ‘’Fucked-up Savior’’, που, μόλις έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του, είχε καταφέρει να φτάσει ήδη στη δεύτερη θέση της λίστας με τους πιο δημοφιλείς rock δίσκους της χρονιάς στην Ευρώπη. Ο Dave και η παρέα του δεν ήταν πλέον ένα περιθωριακό underground γκρουπάκι από το Manchester της Αγγλίας, γνωστό μόνο σε λίγους υποψιασμένους : ήταν μια μπάντα αξιώσεων, που σιγά-σιγά κατακτούσε τον κόσμο.
Τους τελευταίους τέσσερις μήνες το συγκρότημα βρισκόταν σε πανευρωπαϊκή περιοδεία. Δεν ήταν η πρώτη τους, έτσι ο ενθουσιασμός τους είχε κάπως καταλαγιάσει, ήταν όμως η καλύτερα οργανωμένη και σίγουρα η πιο επιτυχημένη τους μέχρι στιγμής και όλοι τους ένιωθαν ότι είχαν πια αρχίσει να πιάνουν την καλή, ότι μπορούσαν να αφήσουν την αλαζονεία και τον εγωισμό τους επιτέλους ελεύθερα, να το απολαύσουν τώρα που συνέβαινε. ‘’Έπρεπε να παίξω σε πολλά άθλια μπαράκια χωρίς καν να πληρώνομαι για να φτάσω σήμερα εδώ’’ έλεγε ο Dave στη συνέντευξή του στο ‘’Rock Life’’. ‘’Noμίζω λοιπόν ότι μετά από τόσο κόπο δικαιούμαι να είμαι λίγο ψωνισμένος τώρα που με ξέρουν όλοι, όχι ; Και αν εσείς νομίζετε ότι όχι, στα αρχίδια μου, να πάτε να γαμηθείτε!’’
Ο Dave πήρε μια βαθιά ανάσα και θυμήθηκε με ικανοποίηση το κόκκινο σουτιέν που προσγειώθηκε στη σκηνή, ακριβώς μπροστά στα πόδια του, στη συναυλία της Μαδρίτης. Νόμιζε ότι οι γκόμενες δε το έκαναν πια αυτό. Εκείνο το κορίτσι από την Ισπανία όμως μάλλον ζούσε ακόμα στη δεκαετία του ’60 και ο Dave θεώρησε ότι της άξιζε μια καλή ανταμοιβή για τον αναχρονισμό της. Πέρασε όλο το βράδυ μαζί της, την πήδηξε ανελέητα, μέχρι που την έκανε να ματώσει, να δακρύσει, να βάλει τις φωνές. Δε θυμόταν το όνομά της – μπορεί να μη το έμαθε και ποτέ – θυμόταν όμως καλά το μισολιπόθυμο, αδύνατο κορμί της, γεμάτο μελανιές και δαγκώματα, πάνω στα σεντόνια του. Ήταν ένα άγριο πλάσμα αυτό το κορίτσι, του άρεσε, δε θα είχε αντίρρηση να την ξαναπεριποιηθεί όταν θα περνούσε πάλι από την πατρίδα της. Του άρεσαν του Dave τα άγρια θηλυκά. Κάθε βράδυ διάλεγε ήδη από τη συναυλία δυο ή τρία, που θα του έκαναν αργότερα παρέα. Ωστόσο, δεν ήταν πάντα τυχερός. Κάποια από αυτά έφευγαν προτού προλάβει να τους κάνει νόημα να τον ακολουθήσουν, κάποια άλλα αποδεικνυόταν ότι τελικά ήταν ανήλικα ή ότι βρίσκονταν εκεί με το γκόμενό τους. Σε γενικές όμως γραμμές ήταν ικανοποιημένος. Μια sexy γυναίκα ή και περισσότερες κάθε βράδυ ήταν ό,τι χρειαζόταν για να κρατάει τη σκέψη της Loreen μακριά. Γιατί ο Dave έπασχε από διπλό στερητικό σύνδρομο : η Lorren τον είχε εγκαταλείψει εδώ και οχτώ μήνες : και ήταν καθαρός από τα ναρκωτικά εδώ και πέντε. Οι θαυμάστριες και οι groupies κάλυπταν την ανάγκη του για την πρώτη. Το αλκοόλ υποκαθιστούσε τον εθισμό του στα δεύτερα. Είχε μάλιστα ανακαλύψει πρόσφατα ότι η κατάποση μεγάλων δόσεων από τα ντόπια ποτά κάθε χώρας – σε συνδυασμό πολλές φορές με ουίσκι ή τεκίλα – είχε στη διάθεσή του θεαματικά αποτελέσματα. Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Dave μόλις έφτανε με το συγκρότημα σε μια καινούρια χώρα ήταν να δώσει εντολή να τον περιμένουν στο καμαρίνι και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του δέκα τουλάχιστον μπουκάλια από το πιο δημοφιλές ντόπιο αλκοολούχο σκεύασμα. Με αυτόν τον τρόπο, η becherovka τον συνόδευσε στη συναυλία της Πράγας, η sangría σε εκείνη της Μαδρίτης και μια μισοάδεια μποτίλια porto σε εκείνη της Λισσαβόνας. Σήμερα θα εμφανιζόταν στη σκηνή κρατώντας ένα μπουκάλι μαυροδάφνη Πατρών, υπέροχο κρασί, που μόλις ανακάλυψε ότι του προκαλούσε ένα βαθύ ευφραντικό, σχεδόν λυτρωτικό συναίσθημα.
Τις ονειροπολήσεις και τις σκέψεις του διέκοψε απότομα ο Robert, o κιθαρίστας, που χτύπησε δυνατά την πόρτα και, χωρίς να περιμένει απάντηση, την άνοιξε και έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα. Ένα τσιγάρο κρεμόταν από τα χείλη του, είχε έρθει να τον πάρει, ήταν πια ώρα να εμφανιστούν, οι supporters είχαν τελειώσει ήδη εδώ και μισή ώρα και ο κόσμος πραγματικά δε μπορούσε να περιμένει άλλο.
Κατεβαίνοντας τη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε από το καμαρίνι στη σκηνή, ο Dave παραπάτησε στο τελευταίο σκαλοπάτι και έχασε προς στιγμήν την ισορροπία του. Ο Joe, o μπασίστας, που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, τον συγκράτησε από την πτώση και οι δυο άντρες εμφανίστηκαν μπροστά στον κόσμο αγκαλιά. Έπειτα όλα, τα φώτα, οι φωνές, η μυρωδιά του πλήθους, έκαναν την καρδιά του να αναπηδήσει από χαρά – το ίδιο συναίσθημα που είχε μικρός σαν επιβιβαζόταν στο τρενάκι του τρόμου - , η μουσική άρχισε, η φωνή του άρχισε να ρέει βαθιά και μελαγχολική και μεθυσμένη, ήταν όμορφα, ήταν ηδονικά, ο κόσμος τραγουδούσε μαζί του και ούρλιαζε και χοροπηδούσε, αυτός έπινε μαυροδάφνη και έκανε άσεμνες χειρονομίες και έσερνε το μικρόφωνο στο πάτωμα και κλώτσαγε τον αέρα και φώναζε ‘’ευχαριστώ’’ και άγγιζε χέρια και ένιωθε σα μικρός Θεός που λατρευόταν με χειροκροτήματα, λιποθυμίες, δάκρυα και μπόλικη μπόλικη λαγνεία. Στα δευτερόλεπτα που μεσολαβούσαν ανάμεσα στα τραγούδια μισόκλεινε τα μάτια και προσπαθούσε να ξεχωρίσει μες στο πλήθος τη σύντροφο της βραδιάς. Σήμερα ωστόσο δεν είχε μεγάλο άγχος να τη βρει. Μετά τη συναυλία, το ελληνικό fan-club των Planet Alice διοργάνωνε after-show party προς τιμήν τους στο πιο γνωστό rock club της πόλης. Εκεί, ο Dave θα μπορούσε να διαλέξει με την ησυχία του την τυχερή της νύχτας.
Τη διάλεξε αυτός ή η στιγμή διάλεξε και τους δυο τους ; Η κοπέλα εκσφενδόνισε στη σκηνή ένα τριαντάφυλλο. Το άνθος χτύπησε το Dave στο πρόσωπο, ένα αγκάθι έγδαρε το μάγουλό του από άκρη σε άκρη, μικρές σταγονίτσες αίματος εμφανίστηκαν λάμποντας σα ρουμπίνια, ο Dave γεύτηκε στη γλώσσα του τη γεύση του αίματος και τότε τον έλουσε κρύος ιδρώτας γιατί θυμήθηκε το άλλο χτύπημα, εκείνο απ’ το μπουκάλι που πριν κάποια χρόνια στο φεστιβάλ του Glastonbury τον έκοψε βαθιά αφήνοντάς του στο μέτωπο μια μικρή ουλή και στο στόμα μόνιμα τη γεύση της αποτυχίας. Προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, ο Dave σκούπισε με την παλάμη του τις σταγονίτσες του αίματος, έσκυψε και μάζεψε το τριαντάφυλλο από τη σκηνή, για να το πετάξει στη συνέχεια πίσω στον κόσμο. Το πλήθος, που συνωστιζόταν στην αρένα, συμπιέστηκε για να το αρπάξει. Ο Dave ευχήθηκε η κοπέλα, που τελικά τα κατάφερε, να είναι η ίδια που εξαρχής του το έριξε.
Αργότερα, στο party, η ευχή του πραγματοποιήθηκε. ‘’Με συγχωρείς για πριν. Δεν ήθελα να σε πονέσω. Ήθελα μόνο να σου δείξω την αγάπη μου.’’ Είχε φωνή δροσερή και γλυκιά, φωνή που δε ταίριαζε σε σεξουαλικές περιπτύξεις, αλλά σε εξομολογήσεις και μυστικά. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις γυναίκες που συνήθως του άρεσαν, δεν ήταν καθόλου άγρια, προκλητική ή επιθετική. Αντιθέτως, φαινόταν πραγματικά καλό κορίτσι, έτσι όπως ήταν ντυμένη μάλλον ρομαντικά με ένα μακρύ καφέ φόρεμα με φουσκωτά μανίκια και ψηλοτάκουνες μπότες, με τα λαμπερά καστανά μαλλιά της δεμένα αλογοουρά και το κόκκινο τριαντάφυλλο περασμένο πίσω από το αριστερό αυτί της. Την έπιασε από τη μέση, την τράβηξε σε μια απόμερη γωνιά, έσκυψε και μύρισε βαθιά τα μαλλιά της, το άνοιγμα του στήθους της, την ανάσα της, της χάιδεψε το χέρι, της ψιθύρισε στο αυτί τον αριθμό του δωματίου του, της είπε ότι θα την περιμένει εκεί μόλις φύγει από το party. Το party όμως τραβούσε σε μάκρος. Όπως πάντα, ήταν γεμάτο έξαψη για τους θαυμαστές του και απολύτως ανιαρό για τον ίδιο. Επί τρεις ολόκληρες ώρες, χέρια τον τραβούσαν από τη μια μεριά στην άλλη, στόματα τον φιλούσαν παντού, στυλό χώνονταν βίαια στα δάχτυλά του για να υπογράψει αυτόγραφα, φωνές διεκδικούσαν την προσοχή του. Οι άλλοι τρεις του συγκροτήματος είχαν αποσυρθεί, καθένας με τον τρόπο του – ο Steve είχε φύγει για το ξενοδοχείο, ο Robert κειτόταν λιώμα από το αλκοόλ σε έναν ξεφτισμένο καναπέ και ο Joe φιλιόταν με μια γκόμενα σε μια γωνία – κι έτσι ήταν πάλι αυτός που έπρεπε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις, να φανεί αντάξιος όλων των προσδοκιών. Όλες αυτές τις ώρες, η καστανή κοπέλα καθόταν σε ένα σκαμπό μόνη της, έπινε ουίσκι, κάπνιζε και τον κοιτούσε από απόσταση, ο Dave ένιωθε το βλέμμα της να τον μαγνητίζει, αισθανόταν ότι μια αόρατη κλωστή τους κρατούσε ενωμένους και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να κρυφτεί στην αγκαλιά της.
Γύρω στις 3.00 τα ξημερώματα, ο κόσμος άρχισε να χαλαρώνει και ο Dave μπόρεσε επιτέλους να αποχωρήσει. Την αναζήτησε με το βλέμμα για να την πάρει μαζί του, δε τη βρήκε και ένιωσε μια παράξενη απογοήτευση να πλημμυρίζει το είναι του. Την ήθελε πραγματικά αυτή την κοπέλα, τη χρειαζόταν, ένιωθε επιτακτικά την ανάγκη της στο ταξί που τον πήγαινε στο ξενοδοχείο, την ένιωθε καθώς έμπαινε στο ασανσέρ και καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα του δωματίου του, την ένιωθε καθώς χαμήλωνε τα φώτα και άνοιγε ακόμη ένα μπουκάλι μαυροδάφνη.
Δε τον άφησε να περιμένει πολύ. Χτύπησε την πόρτα του σα να ήταν γι’αυτήν κάτι απλό, κάτι δεδομένο, ο Dave της άνοιξε κρατώντας τη μαυροδάφνη, η κοπέλα μπήκε στο δωμάτιο και μαζί της μπήκε η αγάπη, η ομορφιά, η ελπίδα, οχτώ μήνες μετά τη Loreen, πέντε μήνες μετά την κόκα. Την έλεγαν Άννα, ζήτησε λίγο ουίσκι από το mini bar, πέρασε απαλά το δάχτυλό της απ’ τη μικρή γρατζουνιά στο μάγουλό του, απόθεσε το τριαντάφυλλο στο κρεβάτι του.
Επειδή ήταν τόσο απλή, τόσο φυσική και υπαρκτή, επειδή δεν είχε επάνω της ίχνος αλαζονείας, περηφάνιας ή λατρείας, επειδή σχεδόν δε την ένοιαζε που ήταν αυτός που ήταν, που ήταν εκείνη που είχε διαλέξει για τη νύχτα, επειδή δεν έδειχνε να τον θαυμάζει, να τον ποθεί ή να τον θεωρεί σπουδαίο, ο Dave ένιωσε για πρώτη φορά να χαλαρώνει. Σαν καταπιεσμένο στέλεχος επιχείρησης, που λύνει επιτέλους τον σφιχτό κόμπο της γραβάτας του, ο Dave αφέθηκε στη συντροφιά αυτής της απλής κοπέλας και άρχισε να της μιλάει, όπως θα μιλούσε σε κάποιον δικό του. Στην αρχή της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, για τα όνειρά του να ξεφύγει από τη φτωχή οικογένεια και τη μίζερη πόλη του, για την αγάπη του για τη μουσική, για την καύλα που ένιωθε πάνω στη σκηνή. Μετά, της μίλησε για τη γνωριμία του με τους άλλους, για τους δυο πρώτους δίσκους τους που δε πήγαν ιδιαίτερα καλά, για τον τωρινό τους, που σημείωνε μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι πια ονειρεύονταν. Όταν της διηγήθηκε το περιστατικό με το μπουκάλι, η Άννα δάγκωσε τα χείλη της και άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της. Όταν άρχισε να του ανακατεύει τα μαλλιά και να τον φιλάει στα μάτια, ο Dave ξέσπασε σε κλάματα. Aνάμεσα σε φιλιά και χάδια, σε δάκρυα και αγκαλιές, της είπε για τη Loreen που τον εγκατέλειψε όταν την έστειλε με σπασμένα πλευρά στο νοσοκομείο, για τα ναρκωτικά που τον διέλυσαν, για τον πατέρα του που τον χτυπούσε με τη δερμάτινη ζώνη του, για τον παραγωγό του που τον έβαζε να του παίρνει πίπες, για τη μητέρα του που έκοψε τις φλέβες της. Όλη του η ζωή ξέσπασε σαν ηχηρό χαστούκι πάνω στην καστανή κοπέλα που τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά και τον παρηγορούσε σα μωρό.
Όταν άρχισε να χαράζει, άδειος από μυστικά και δάκρυα, ο Dave γδύθηκε και έπεσε γυμνός στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Την κάλεσε κοντά του χτυπώντας με το χέρι του το στρώμα δίπλα του, ήταν όμως τόσο εξαντλημένος από τη συναυλία, τις απανωτές πτήσεις, τη μαυροδάφνη και τα κλάματα που αποκοιμήθηκε αμέσως, προτού προλάβει να τη δει να ξαπλώνει κοντά του. Η Άννα ξάπλωσε δίπλα του με τα ρούχα. Προσάρμοσε το ρυθμό της αναπνοής της στο δικό του, τον φίλησε στο μέτωπο και τον σκέπασε με τα λυτά μαλλιά της. Μες στα ευωδιαστά μαλλιά της, το άγριο αγόρι κοιμόταν εξαντλημένο, ευάλωτο σα βρέφος, καθαρό και αθώο και ασφαλές. Το άφησε να κοιμηθεί, σιωπηλή και ήσυχη το κοιτούσε απλά να κοιμάται για καμιά ώρα.
Τραβήχτηκε έπειτα απαλά από το πλάι του, έπιασε την τσάντα της από το πάτωμα και άνοιξε με αργές, αθόρυβες κινήσεις το φερμουάρ της. Έβγαλε από μέσα το δημοσιογραφικό της κασετοφωνάκι και το κοίταξε. Είχε πια σταματήσει να ηχογραφεί, η κασέτα διαρκούσε δυο ολόκληρες ώρες και ήταν γεμάτες λυγμούς και συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Καθώς ο Dave άρχισε να ροχαλίζει απαλά, η Άννα έβγαλε την ψηφιακή της μηχανή και τον τράβηξε δυο-τρεις φωτογραφίες έτσι όπως κοιμόταν πλάι της γυμνός, γεμάτος ουλές και τατουάζ, με το πέος του να κρέμεται ανήμπορο και μια κλωστή από σάλιο να κυλάει από το ανοιχτό του στόμα. Προτού εγκαταλείψει το δωμάτιο, πήγε μέχρι το μπάνιο, έπλυνε τα χέρια της και έγραψε με το κραγιόν της στον καθρέφτη : ΤΗΑΝΚS.
Είχε μόλις εξασφαλίσει πρωτοσέλιδο στο σκανδαλοθηρικό περιοδικό για το οποίο δούλευε. Ο μισθός της θα αναπροσαρμοζόταν, το όνομά της θα άρχιζε να ακούγεται, μπορεί να εμφανιζόταν ακόμα και στην τηλεόραση. Και είχε μόλις ξαναστείλει το άγριο αγόρι πίσω στην κόλαση. Το άρθρο της θα έκανε τόση φασαρία που θα ακολουθούσαν κι άλλα, σε όλα τα περιοδικά της Ευρώπης θα δημοσιεύονταν αντίστοιχα κείμενα και φωτογραφίες, διάφορες παλιές του γκόμενες θα έβγαιναν και θα μιλάγανε παντού, η Loreen θα έδινε στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες της με τα μαυρισμένα μάτια και τις μελανιές και ο Joe θα εγκατέλειπε το συγκρότημα για κάποιο άλλο, η κοκαϊνη θα έμπαινε πάλι στη ζωή του κι ένα βράδυ γεμάτο φαντάσματα κάπου στα Βαλκάνια ένα δεύτερο μπουκάλι θα προσγειωνόταν στο κεφάλι του κι ένα κοφτερό ξυράφι θα εκτελούσε στα τρεμάμενα χέρια του μια πολύ πιο λεπτή εργασία από το ξύρισμα.
Και ωστόσο, καθώς αυτός κοιμόταν μες στα όνειρά του από μαυροδάφνη και αυτή βάδιζε γρήγορα προς το σπίτι της κάτω από έναν ουρανό βροχερό και γκρίζο, ακόμα τίποτα από αυτά δεν είχε πραγματοποιηθεί, το μέλλον ακόμα δεν είχε λάβει χώρα, μες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Αθήνας οι τοίχοι είχαν μουλιάσει από αγάπη και λύπη και ομορφιά και ένα μικρό μυστήριο είχε τελεστεί, δυο καρδιές είχαν αγγίξει η μια την άλλη και ο δρόμος ήταν ακόμα ανοιχτός προς το φως ή το σκοτάδι, τη λύτρωση ή τον πόνο, το χτύπημα απ’ το τριαντάφυλλο ή το μπουκάλι, τη ζωή ή το θάνατο……..

Δεν υπάρχουν σχόλια: